συντηρητής

συντηρητής
ο, ΝΜ, θηλ. συντηρήτρια Ν
[συντηρῶ (II)]
νεοελλ.
αυτός που φροντίζει για τη συντήρηση ενός αντικειμένου που υπόκειται σε φθορά (α. «συντηρητής έργων τέχνης» β. «συντηρητής μηχανών»)
μσν.
υποστηρικτής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μιχαλαριάς, Σταύρος — (Αθήνα 1943 –). Συντηρητής και έμπορος έργων τέχνης. Ασχολήθηκε με την εκμάθηση τεχνικών της βυζαντινής αγιογραφίας σε νεαρή ηλικία και το 1960 ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως συντηρητής τέχνης στο Βυζαντινό Μουσείο. Έπειτα από πέντε χρόνια, με… …   Dictionary of Greek

  • Μίθρας — Αρχαία θεότητα των Αρίων. Η ινδική (βεδική) θρησκεία τον κατέταξε μεταξύ των σπουδαιότερων θεών του πανθέου της, ενώ στην Περσία, ο ζωροαστρισμός μεταξύ των δαιμόνων. Με την πάροδο του χρόνου όμως ο ζωροαστρισμός τον δέχτηκε ως υπέρτατο άγιο… …   Dictionary of Greek

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

  • καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται …   Dictionary of Greek

  • χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Σκόρελ, Γιαν — (Jan Van Scorel, Σουρλ 1495 – Ουτρέχτη 1562). Ολλανδός ζωγράφος. Διετέλεσε συντηρητής αρχαιοτήτων του Βατικανού στα χρόνια του πάπα Αδριανού ΣΤ’ (1522 24). Έζησε έπειτα στην Ουτρέχτη, όπου ζωγράφισε διάφορους πίνακες επηρεασμένους από την ιταλική …   Dictionary of Greek

  • Ιάκωβος ο Εδέσσης — (Συρία 640 – 708). Επίσκοπος και εκκλησιαστικός συγγραφέας. Ακολούθησε το ιερατικό στάδιο και, αρχικά, έγινε μοναχός στη μονή Κενεσρέ. Αργότερα, ως επίσκοπος Εδέσσης, προσπάθησε να επιβάλει στις μονές της περιφέρειάς του νέους μοναχικούς… …   Dictionary of Greek

  • Καστριώτης, Γεώργιος — (Αθήνα 1899 – 1969). Γλύπτης. Φοίτησε στη σχολή μηχανικών της Λοζάνης, γρήγορα όμως την εγκατάλειψε για να παρακολουθήσει μαθήματα γλυπτικής στο Παρίσι, όπου φοίτησε στη σχολή καλών τεχνών, σπουδάζοντας ταυτόχρονα και στο εργαστήριο του Αντουάν… …   Dictionary of Greek

  • Κόντογλου, Φώτης — (Αϊβαλί, Μικρά Ασία 1897 – Αθήνα 1965). Ζωγράφος και λογοτέχνης. Ξεκίνησε τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, τις οποίες όμως εγκατέλειψε για να σπουδάσει ζωγραφική στο Παρίσι, αφού πρώτα διέμεινε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στην… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Αλέκου Κοντόπουλου — Εγκαινιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 1999 στο σπίτι όπου έζησε ο καλλιτέχνης από το 1963 μέχρι το 1975 (Αλ. Κοντοπούλου 13, Αγία Παρασκευή), το οποίο δωρήθηκε στον δήμο Αγίας Παρασκευής Αττικής μετά από κοινή επιθυμία του Αλέκου και της Μαρσέλ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”